δυσδιαχώρητος

δυσδιαχώρητος
δυσδιαχώρητος, -ον (Α)
1. δύσπεπτος
2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία
3. δυσκοίλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσδιαχωρητότερον — δυσδιαχώρητος indigestible adverbial comp δυσδιαχώρητος indigestible masc acc comp sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητον — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem acc sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχωρητότεροι — δυσδιαχώρητος indigestible masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητα — δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητοι — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχωρητοτέρα — δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc/acc comp dual δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”